- ὀχεύτρια
- ὀχ-εύτρια, ἡ, fem. of ὀχευτής, Id.A s.v. ψόαν.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οχεύτρια — ὀχεύτρια, ἡ (Α) [οχεύω] ακόλαστη, ασελγής γυναίκα … Dictionary of Greek
ὀχεύτριαν — ὀχεύτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχευτής — ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) [οχεύω] αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής αρχ. μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής … Dictionary of Greek